- φιλύποπτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που εύκολα ή διαρκώς υποπτεύεται τους άλλους, καχύποπτος, δύσπιστος, ανέμπιστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλύποπτος — η, ο, Ν αυτός που υποπτεύεται εύκολα, καχύποπτος, δύσπιστος. επίρρ... φιλυπόπτως και φιλύποπτα Ν με φιλύποπτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ύποπτος] … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
ενύποπτος — ἐνύποπτος, ον (Α) 1. δύσπιστος, φιλύποπτος, καχύποπτος 2. ύποπτος … Dictionary of Greek
ευανάστροφος — εὐανάστροφος, ον (Α) 1. αυτός που στρέφεται εύκολα πίσω, άστατος, επιπόλαιος 2. φιλύποπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα στροφος (< ανα στρέφω)] … Dictionary of Greek
καχυπότοπος — καχυπότοπος, ον (Α) καχύποπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ὑπότοπος «φιλύποπτος»] … Dictionary of Greek
καχύποπτης — καχύποπτης, ὁ (Μ) ο καχύποπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *) + ὑπόπτης «φιλύποπτος»] … Dictionary of Greek
καχύποπτος — και καχύποφτος, η, ο (ΑΜ καχύποπτος, ον) αυτός που υποψιάζεται πάντοτε το κακό, ακόμη και όταν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος, ο φιλύποπτος. επίρρ... καχύποπτα και καχυπόπτως (Μ καχυπόπτως) με καχυποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή… … Dictionary of Greek
πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… … Dictionary of Greek
υπονοητικός — ή, όν, Α [ὑπονοῶ] φιλύποπτος, καχύποπτος … Dictionary of Greek
υπόπτης — και δωρ. τ. ὑπόπτας, ὁ, Α 1. φιλύποπτος 2. (για άλογο) αυτός που σκιάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οπτης (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. ὑπερ όπτης] … Dictionary of Greek